Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξ ἐκείνου

См. также в других словарях:

  • ἐκεινοῦ — κεινόω imperf ind mp 2nd sg κενόω empty imperf ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκείνου — ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκεῖνος the person there masc gen sg κεινόω imperf ind act 3rd sg κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'κείνου — ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there masc gen sg ἐκείνου , κεινόω imperf ind act 3rd sg ἐκείνου , κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκείνου — ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there masc gen sg ἐκείνου , κεινόω imperf ind act 3rd sg ἐκείνου , κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑκείνου — ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there masc gen sg ἐκείνου , κεινόω imperf ind act 3rd sg ἐκείνου , κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐκείνου — ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there masc gen sg ἐκείνου , κεινόω imperf ind act 3rd sg ἐκείνου , κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκείνου — ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there neut gen sg ἐκείνου , ἐκεῖνος the person there masc gen sg ἐκείνου , κεινόω imperf ind act 3rd sg ἐκείνου , κενόω empty imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»